- Κηρίνθου
- Κήρινθοςbee-breadfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρίνθου — κήρινθος bee bread masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρφυς — Όρος (ψηλότερη κορυφή Δέλφι, 1.743 μ.) που εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, από την πεδιάδα της Κύμης έως την περιοχή της Κηρίνθου. Τα πετρώματά της είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, μέσα στους οποίους υπάρχει και κρητιδικός σχιστόλιθος. Άλλες … Dictionary of Greek
Κηρέως, δήμος — Νέος δήμος (6.671 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μαντουδίου, Βλαχίας, Δαφνούσσης, Κηρίνθου, Μετοχίου Κηρέως, Πηλίου, Προκοπίου, Σπαθαρίου, Στροφυλιάς και Φαράκλας, οι… … Dictionary of Greek